Καφρικά Αναγνώσματα

(Της Κάφριν)

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Συγγνώμη;

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να αρρωστήσουν από μια λέξη.
Μπορεί να χρειαστούν μια μέρα για να αναρρώσουν, ή ένα μήνα. Ας το έχουμε κατά νου.
Όταν αναρρώνουν, δεν έχουν ξεχάσει.

Δεν ξεχνούν ποτέ. Συγχωρούν; Συνήθως ναι. Έτσι είναι η φύση τους. Εξαρτάται και από πού ήρθε η λέξη-βέλος. Αν εξακοντίστηκε από ελεύθερο σκοπευτή αδιάφορης ταυτότητας, θα κάνει μια αμυχή προσωρινή. Αν έφυγε από το στόμα ατόμου σημαντικού στη ζωή τους, θα μπει σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης, με επιτόκιο.

Αν αυτή η «φύση» τους περιλαμβάνει και ικανότητες του μυαλού, επεξεργάζονται τις λέξεις-βέλη και μπορούν να προχωράνε παρακάτω, έστω και με δυσκολία, αφήνοντας πίσω τις μαχαιριές. Μετά από καιρό. Μαχαιριές; Κι όμως ναι, κάποιες λέξεις ή βλέμματα ή νύξεις, είναι μαχαιριές γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Πονάνε όπως άλλοι πονούν όταν σπάνε ένα χέρι ή ένα πόδι.

Αν ακουστεί αργότερα, μετά τη -συχνά αθέλητη- επίθεση, η λέξη «συγγνώμη», μπορεί και να προχωρήσουν παρακάτω άμεσα, στη στιγμή.
Ξέρουν πότε είναι αληθινή η λέξη συγγνώμη. Μπορούν ακόμα και να καταλάβουν την ανικανότητα κάποιων να λένε συγγνώμη, ή να αντιληφθούν την αναγκαιότητά της. 
Μην υποτιμάτε αυτούς τους ανθρώπους. Η «ευαισθησία» τους δεν είναι μια αδυναμία από τις κοινές. Θα πέσουν, θα ξανασηκωθούν, με μια «δύναμη» διαφορετική από όσες έχετε μάθει να αναγνωρίζετε σαν τέτοιες.   

……………………………………

Κι έπειτα, πάλι, θα χωθούν κάτω από μια κουβέρτα γιατί θα έχει έρθει –ξανά- το κρύο της ερημιάς. Η συν-αίσθηση της ερημιάς. Και θα τους τυλίξει αυτό το κάτι το αντίθετο από μια ζεστή αγκαλιά. Το αντίθετο από μια παρουσία κι ένα ζεστό λόγο.


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Διδακτικά παραδείγματα Ελληνικής παράνοιας

 (Το παρόν είχε γραφτεί κάπου μέσα στο 2007! 
Απλώς τώρα αξιώθηκα να το μεταφέρω εδώ. Αλλά πάλι επίκαιρο είναι. 
Το 2007 δεν είχε έρθει ακόμα οι οικονομική κρίση, δεν είχε έρθει η πανδημία, δεν είχαν έρθει οι απανωτές ειδήσεις για κοινωνική βία. 
Και όμως)

Έχω αρχίσει να καταλήγω οτι -μάλλον πιο πολύ από αλλού- στην Ελλάδα, 
ο κόσμος τα χει παίξει, έχει μπερδέψει προτεραιότητες, αξίες, έννοιες. 
Επίσης έχω καταλήξει να συνεννοούμαι με 4-5 άτομα και παραμερίζω ολοταχώς και συνειδητά διάφορα άλλα. Από παλιούς φίλους ή γνωστούς έως γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, συναδέλφους όλων των ειδικοτήτων, συγγενείς, μάστορες, υπαλλήλους, γενικά κατηγορίες πολλές και διάφορες. Κακομαθημένους ή στερημένους, ανέμελους ή βαρεμένους, δεν κάνω διακρίσεις.  

Πολλοί πλέον, έχουν μπερδέψει τα πόδια με το κεφάλι, το αριστερά με το δεξιά, το μικρό με το μεγάλο, το λίγο με το πολύ, το πάνω με το κάτω, το κάτσε με το σήκω, το αστείο με το τραγικό.  
Το παλιό "δε βαριέσαι" που ήταν ο στόχος των μη-βολεψάκηδων μιας άλλης εποχής, 
έχει αντικατασταθεί από πολύ πιο βαριά "σιγά μωρέ τώρα", 
ο εκφυλισμός του μυαλού έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας, η σύγχυση των εννοιών αφόρητη πια... 


Προσωπικό παράδειγμα με θέματα... μαστορικά
 Αφού πέρασα μια οδυνηρή εμπειρία με έναν μάστορα από τον οποίο περίμενα ένα επιπλάκι παραγγελία, σε τρεις μήνες θα ήταν έτοιμο είχε πει, και με κορόιδευε με σύστημα και με θράσος, και αφού έχοντας περάσει διάφορα στάδια, από απορία, θυμό, αγανάχτηση, απογοήτευση και υπέρτατη θλίψη για την ποιότητα του ανθρώπινου είδους και άλλα σχετικά,
πέρασα στην επίθεση και τον απείλησα τηλεφωνικά ότι "τέρμα τα αστεία, αν δεν επιστρέψει την προκαταβολή, Δευτέρα 11πμ ακριβώς, ... υπάρχουν και άλλοι τρόποι να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κοροϊδεύει τον κόσμο". (φυσικά έριχνα άσφαιρα). 
Απάντησε με ειρωνεία "Τι δηλαδή με απειλείς;"
 Του είπα "Ναι, γιατί όχι.. Εχω φίλους καλούς... )

Τη Δευτέρα 11πμ μου χτυπούσε την πόρτα ένας άνθρωπός του, με τα χρήματα στο χέρι, και ψελλίζοντας ένα "συγγνώμη, εκ μέρους του κυρίου (...) τάδε". 

Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξα πορεία πλεύσης. 

Οι επόμενοι μάστορες, γιατροί, ταξιτζήδες, ακόμα και νέες γνωριμίες  γενικώς, πέρναγαν από ... δοκιμή. Δεν ξανασυγχύστηκα ποτέ όπως τότε. 


Προσωπικό παράδειγμα άλλο, με θέμα "γυναίκα σε ταξί":

Ταξί, 2πμ
Μόλις μπαίνω μυρίζω στον αέρα ταξιτζή μισογύνη και  ψευτοτσαμπουκά. Μη ρωτάτε πώς, τους έχω μάθει από εμπειρία. Αποφασίζω να μη δώσω λαβή για το παραμικρό,  έτσι ώστε να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου ήρεμη απόψε.
Παρατηρώ απ τον καθρέφτη μια επαναλαμβανόμενη μηχανική κίνηση. Ο τύπος περνάει κάθε τόσο τον δείκτη του δεξιού χεριού στο ιδρωμένο πανωχείλι του, εκεί που θα μπορούσε να βρίσκεται μουστάκι. Οι υποψίες μου μεγαλώνουν.
Δε μιλάμε. Φτάνουμε κοντά στον προορισμό μας, ψιθυρίζω «μια στιγμή να δω τι ψιλά έχω». 
Μετά από λίγο σταματάμε. Καθυστερώ  γύρω στα 10 δεύτερα και τελικά του δίνω 20 ευρώ, ελλείψει ψιλών. Το ταξίμετρο έχει γράψει 4,30. Μουρμουράει σε χαρακτηριστικό τόνο. Παίρνω τα ρέστα, ετοιμάζοντας σχέδιο εξόδου. Βγάζοντας το ένα πόδι από την πόρτα, τον ακούω να σχολιάζει με κακία, «Τόση ώρα για να μου δώσεις 20άρικο μωρή;»
 Αφού έχω βγει πλέον και είμαι όρθια, του απαντάω «Τελικά κάποιοι άνθρωποι φαίνονται από την πρώτη στιγμή. Εκτός από το ότι δεν είσαι επαγγελματίας, είσαι και  κακορίζικος!». Κλείνω την πόρτα με δύναμη και θυμό και απομακρύνομαι προς τη μεριά όπου δεν μπορεί να στρίψει.. Οπότε στην ησυχία της νύχτας ακούγεται ένα «Πουτάναααα! Μουνίιιιιιιι!»
Παρ’ ότι σχεδόν το περίμενα, βράζω. Τουλάχιστον όμως,  λέω μέσα μου, αυτή τη φορά τον μυρίστηκα νωρίς και φύλαξα τα νώτα μου. Τα ρέστα τα πήρα, την ακεραιότητα μου τη σωματική  τη διαφύλαξα, δε συγχύστηκα τόσο όσο σε άλλες περιπτώσεις που μ έπιασε στον ύπνο η μανία τους. Θύμα σωματικής βίας δεν έχω πέσει ποτέ, δε λέω. Λεκτικής βίας όμως, αρκετές φορές.  Δεν τους πιάνεις πουθενά κάτι τέτοιους, θα τη βρουν την αφορμή που θέλουν.
Ας όψεται το αλκοτεστ και η έλλειψη χώρων παρακαρίσματος, που με είχαν κάνει να μην πάρω το αυτοκίνητο, και εκείνοι που μου είχαν κλέψει το παπί πριν χρόνια και το μετρό που τελειώνει 12.15.  Με το παπί την έβγαζα πολύ καλύτερα. Θα ξαναπάρω νομίζω. 

Απόψε θα κοιμηθώ αποφασισμένη. Κράτα αριθμό πινακίδας στο μυαλό σου, και αν τυχόν πέσεις σε συνήθη μανιακό, άρχισε να δημοσιεύεις τον αριθμό όπου μπορείς. Έσο έτοιμη! Ας συμμαχήσουμε, οι υποψήφιες-στόχοι των μανιακών, με όποιον τρόπο μπορούμε.
Μην επιτρέψεις ποτέ ξανά να σου κάνουν τα νεύρα τσατάλια,  να σε κάνουν να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο-αρσενικό είδος κι όλες τις αρχικομπλεξικές παραφυάδες του. Άσε που  κάτι τέτοιοι είναι και εν δυνάμει δολοφόνοι.

Από τότε έτυχε άλλη μια φορά να μπω  σε ταξί κάποιου μισερού που μου «μύρισε» αμέσως. 
Απ’ τη στάση του σώματος.  Όχι ακριβώς μισογυνισμό αυτός εδώ, αλλά μιζέρια ολκής. Δεν είχαν περάσει ούτε 2 λεπτά,  πέταξε την πρώτη γκρίνια, «γιατί να πάμε από δω», κάτι τέτοιο.  
Του είπα: «Παρακαλώ, άλλαξα γνώμη. Θα κατέβω.» 
«Γιατί;»  
«Έτσι. Θα πάρω κάποιον άλλο, πιο ευγενικό, που να κάνει και τη δουλειά του σωστά». Έμεινε κάγκελο και απομακρύνθηκα άκρως ευχαριστημένη. Το κανα για την τιμή των όπλων, αλλά μου έφτιαξε τη μέρα.


Άλλα, γενικότερα παραδείγματα (ένα πολύ μικρό δείγμα)

Σκηνή 1η. Τίτλος "Πεφωτισμένοι μάστορες"

Κάπου σ’ ένα χωριό στην Εύβοια. Η γυναίκα που ζει τα τελευταία χρόνια Αθήνα, έχει πάει στο χωριό για να κάνει επισκευές στο πατρικό της.
Ρωτάει στο τηλέφωνο το μάστορα:
-Πόσο θα μου κοστίσει  αυτό; (να της στρώσει και τη σκάλα με τα ίδια πλακάκια)
Απάντηση:
-Ααα…  δε μου αρέσει καθόλου αυτή η ερώτηση.
-Μα τι λέτε; Να μην ξέρω; Κι άμα εσείς μου πείτε μετά ότι κάνει ας πούμε 2000 ευρώ;
-Ααα…. μεγάλη μαγκιά αυτό. Δε μπορώ εγώ να δουλέψω έτσι.
Και… της τo ‘κλεισε.


Σκηνή 2η, Τίτλος "Πεφωτισμένοι Οδηγοί"  (μαρτυρία προσωπική)
Αθήνα.
Στην καθημερινή διαδρομή σπίτι-δουλειά. Εν μέσω πεφωτισμένων οδηγών :
Σε 500 μόλις μέτρα, μέχρι να βγεις δηλαδή στην κεντρική λεωφόρο, 
5 διαφορετικά επεισόδια κατά μέσο όρο, 
κάθε μέρα σχεδόν, 
με μικρές παραλλαγές:

1.           Στην πρώτη διασταύρωση, ο τύπος περνάει το στοπ με άνεση, φόρα και τσαμπουκά και σε βρίζει –κυριολεκτικά, και όχι κυριλε-κτικά, - που διαμαρτύρεσαι.
2.           Στο επόμενο στενό που πας να στρίψεις, για να βγεις στη Βασιλίσσης Σοφίας,  πίσω μεριά Ιπποκράτειου, το φορτηγάκι έχει σταματήσει να ξεφορτώσει, έχει κλείσει το δρόμο, χωρίς εννοείται κώνο ή κάτι ανάλογο. – συνήθως πρόκειται για τους κάδους του δήμου που χρησιμεύουν ως κινητές προειδοποιητικές σημάνσεις. 
            (Την επόμενη μέρα, έχει βάλει μεν, τον κάδο αλλά στη.. μέση του δρόμου, και όχι πριν πάρεις εσύ τη στροφή.)
3.           100 μέτρα παραπέρα, οδό Σεβαστουπόλεως, έχουν διπλοπαρκάρει 5-6 αυτοκίνητα στη σειρά, στο δρόμο όπου βρίσκεται το αστυνομικό τμήμα. Για να τα παρακάμψεις πρέπει να διαπραγματευτείς με αυτόν που έρχεται από την άλλη κατεύθυνση για το ποιος θα περάσει πρώτος. 
            Επί πλέον κάποιες φορές, στο ίδιο σημείο, στο σκηνικό προστίθεται και η μπουλντόζα του εργολάβου, που κάνει ελιγμούς για να μπει στο οικόπεδο, ενώ παραπέρα, ένας γερανός κάνει όπισθεν γιατί δε χωράει αλλιώς να κάνει τη δουλειά του, στο εν λόγω οικόπεδο. 
            Οι αστυνομικοί αλλάζουν επάγγελμα αυτοστιγμεί, δε μοιράζουν κλήσεις,, αλλά γίνονται παρκαδόροι και βοηθούν τα  (οχ!)- οχήματα του εργολάβου να περάσουν μέσα  από την κεφαλή της βελόνας.
4.               Επόμενος δρόμος αριστερά, μονής κατεύθυνσης, με διπλοπαρκαρισμένα (οχ!)- οχήματα. 
            Το πρώτο που συναντάς με το που μπαίνεις, φέρει οδηγό που μιλάει με άνεση και     γελάκια στο κινητό. Το επόμενο, Μερσεντές, σεβαστού όγκου,  φέρει επιχειρηματία που επίσης μιλάει στο κινητό, αλλά με συγκρατημένη οργή. 
            Την οποία βέβαια στρέφει προς εσένα που διαμαρτύρεσαι.

Παραλλαγή του 4  –άλλη μέρα-  :  
Δεν παρατηρούνται διπλοπαρκαρίσματα, όμως, -ΟΜΩΣ ΛΕΩ-, καθότι και οι δυό πλευρές του δρόμου  -2 λωρίδων- είναι πιασμένες από παρκαρισμένα (οχ!)- οχήματα,  
οι οδηγοί θεωρούν –κακώς- ότι δε χωράνε, φοβούνται ίσως μη γδάρει κάποιος επίδοξος διπλανός τα αυτάκια των καθρεφτών τους. 
Κι έτσι στρογγυλοστέκονται  στη μέση του δρόμου, δημιουργώντας ουρές αγανακτισμένων πισινών, που ξέρουν καλά ότι το συγκεκριμένο φανάρι κοκκινίζει ανά 4 (οχ!)- οχήματα.

Τώρα έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο:
Αν διανοηθείς να τους πεις κουβέντα, αν τους πεις π.χ "ένα συγγνώμη δε θα έβλαπτε", 
γυρνάν και να σου λένε με κακία "είμαι αγενής, θες τίποτα;" 



(Το παρακάτω  το είχα γράψει μετά το 2013, δε θυμάμαι πότε ακριβώς. 
Από τότε έχουν μαζευτεί κι άλλα, πολύ πράμα.............): 

Ελάτε στις σχολικές αίθουσες να δείτε τη σύγχυση... 
Ελάτε να δείτε τη "Λογική" του Αριστοτέλη να εξευτελίζεται σε δυο τρεις στερεότυπες απαντήσεις. 
            Από το απόλυτα σύνηθες πια,  "μα όχι, εγώ δε μιλούσα, γιατί δεν κάνετε παρατήρηση στον τάδε ή στον δείνα;"  
ή και το "Αυτό είναι φασιστικό", (ας πούμε το να ζητάς τα αυτονόητα σε ώρα μαθήματος... ή να απαιτείς να έχουν μαζί τους ένα στυλό...)

            Ελάτε να δείτε όλο και περισσότερα παιδιά να δυσκολεύονται να κατανοήσουν απλές έννοιες, να δυσκολεύονται να διαβάσουν και να γράψουν σωστά ή στρωτά, να δυσκολεύονται να κάνουν διαλόγους στρωτούς επίσης.

  



Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ας όψεται...

Αποφάσισα να αρχίσω να βάζω εδώ και κάποια από τα γραπτά της "άλλης" όψης. Αυτής που χρόνια και με επιμέλεια κρύβω. Ας όψεται. Ας ξορκιστούν. 
Βρίσκονται στην αριστερή στήλη, στη σελίδα "Μέρος Β': Λυρικά κι επίπονα", όπως και στο "Μικρά Πικρά".
Τα υπόλοιπα, που δεν έκρυβα, είναι κι αυτά εκεί, ταξινομημένα! Στίχοι, πεζά, χαζά, ευφυολογήματα, όλα σχεδόν. 

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ανοίγματα



Παλιές καλές εποχές.
Με θέα, αλλά και με ανοίγματα πολλών λογιών. 
Το μπαλκόνι μου στη Λίμνη Ευβοίας (1997-2001). Μου άρεσε τόσο που το ζωγράφισα. Έμεινα εκεί όταν δούλευα στο Μαντούδι και στην Αγία Άννα.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Απότομες προσγειώσεις. ("Πλάθουμε" σχήματα που τα παίρνει ο άνεμος και τα σηκώνει;;)

«Πλάθουμε» σχήματα στον πηλό,  «πλάθουμε» χαρακτήρες, «πλάθουμε» τη νέα γενιά.. Έτσι λένε…
(Το τελευταίο έχει ξεχαστεί. Ή, ίσως, έχει παρερμηνευτεί…)

Αλλά πλάθουμε κι άλλα πράγματα. Όταν τα βλέπουμε να αναδύονται απ’ τα χέρια μας και να παίρνουν σιγά-σιγά μορφή, αγαλλιάζουμε. Ο μικρός βλαστός που πήραμε απ’ τη γλάστρα και τον φυτέψαμε σε άλλη και που αρχίζει να ψηλώνει και να αποκτά δική του ζωή, ξεχωριστή, μας κάνει περήφανους. Βγαίνουμε κάθε πρωί στο μπαλκόνι να το δούμε. Αν έχει ψηλώσει έστω και λίγους πόντους, καθόμαστε και το κοιτάμε εκστατικά. Γυρίζουμε στην κουζίνα, παίρνουμε το φλιτζάνι με τον καφέ, ξαναβγαίνουμε και στεκόμαστε σαν αγάλματα μπροστά του, γεμίζουμε το βλέμμα μας με την περήφανη ανοδική του πορεία. 

Και πες ότι βλάστησε το φυτό, ρίζωσε καλά και άρχισε να παίρνει την ανηφόρα. Και περνούν οι μέρες, οι μήνες, και βγάζει κλαδιά, φύλλα, και θέλει λίγο ακόμα για να βγάλει μπουμπούκια. Κι έρχεται ένας χιονιάς ξαφνικά, βαρύς, αγέλαστος, αδιάφορος για τις φθινοπωρινές ηπιότητες, για τις δροσερές αγάπες. Καίει το φυτό, σαρώνει με το κρύο χέρι  τους ενθουσιασμούς, τις λαχτάρες, προστάζοντας ακινησία, νάρκη, ή και θάνατο.
Σα μαρμάρινη ταφόπλακα πέφτει με όλο του το βάρος πάνω στα πλάσματα της φύσης και αναστέλλει τις δημιουργικές εργασίες, στέλνει τους πάντες στον πάγκο τους, τους κλείνει στα σπίτια, τους αναγκάζει να σιωπήσουν, να κοιτάξουν να προφυλαχτούν με χοντρά πουλόβερ, με γάντια, να μην μπορούν να νιώσουν με την αφή, να μη μπορούν να σταθούν όρθιοι να αγαλλιάσουν μπροστά σε ανοιξιάτικα θαύματα και  καλοκαιρινές ελευθερίες,  γιατί ο άνεμος σκίζει τις τέντες, σφυρίζει με μανία το εμβατήριο της απόλυτης υποταγής, υπαγορεύει τους δικούς τους κανόνες και δε σηκώνει αντιρρήσεις.

Κάπως έτσι δε νιώθεις όταν σου παίρνουν απ τα χέρια τη μορφή που έπλαθες με πνοές στοργής; Μπορεί η μορφή αυτή να ήταν ατελής, πρωτόλεια, μπορεί να σε παίδεψε καθώς σχηματιζόταν, αλλιώς να τη φανταζόσουν και κάπως αλλιώς να ξεπηδούσε, έπειτα ξαφνικά. λες και άλλαζε γνώμη, να συμμορφωνόταν στο αρχικό σχέδιο, να σε αντάμειβε με στιγμιαία χαμόγελα ή να σου έστελνε μηνύματα επιβεβαίωσης. Όλο αυτό το πάρε-δώσε όμως, σε γέμιζε. Σε «πλήρωνε». Κατά το «πληρώ», όχι πληρώνω. Δεν πληρώνονται αυτά. Δε μετρώνται σε κάτι υλικό, χρήμα, δόξα και τα τοιαύτα. Προσφέρουν τη χαρά της καθημερινότητας που μετράει τις ώρες της με μικρές απολαύσεις, με βαθιές ανάσες επικοινωνίας. Αυτό που «πλάθεις» επικοινωνεί μαζί σου, έχει φωνή δική του, σε ευχαριστεί, ή σου θέτει ερωτήματα, σε αμφισβητεί συχνά-πυκνά, αλλά αναγνωρίζει…

Αναγνωρίζει το ενδιαφέρον σου και το χρόνο που δίνεις σα γονιός με αγκαλιά μεγάλη, σε αναγνωρίζει με τρόπο που στους άλλους, στους απ’ έξω, είναι ελάχιστα ορατός, σαν τη σχέση μάνας-παιδιού που ο ομφάλιος λώρος της δεν αποκόπτεται ποτέ πραγματικά, που κυλάει παντοτινά στο αίμα, κινεί τους μύες και τις σκέψεις αδιόρατα αλλά αποφασιστικά.

Αν το «πλάσμα» σου περάσει το χειμώνα της ακινησίας κρυμμένο καλά και τέλος –λέμε τώρα- το παραλάβει κάποιος άλλος (το «υιοθετήσει»;), κάποιος με παρόμοια αισθήματα και τάσεις … προστασίας, ίσως και να νιώσεις μια ανακούφιση. Αν ο διάδοχος στη θέση του «τροφού» είναι κάποιος που αναγνωρίζει, που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησες, με διάθεση προσφοράς, αν θέλει να μάθει, να ανταποκριθεί, δε θα νιώθεις τη γεύση της ματαιότητας σαν πικρό, στυφό σάλιο που θες να φτύσεις στα μούτρα μιας παγερής φύσης, ή μιας παγερής ανθρωπότητας…

Είναι συνήθως αυτή η μερίδα της ανθρωπότητας που σε κάνει να θες να φτύσεις ματαιώσεις, ακυρώσεις, διαστρεβλώσεις, να αποβάλεις νοητικά εκτρώματα και στάσιμα νερά ψυχικής ανυπαρξίας.
Είναι οι ανίδεοι, μισεροί και εξουσιομανείς φύλακες των κατεστημένων –ανάξιων- αξιών που σε κάνουν να θες να Φύγεις.. Μακριά από ξινισμένες αντιλήψεις, από κέντρα επιλογής αιώνια συμμορφούμενων «πολιτών», αρνητών της ελεύθερης γνώμης, της εντιμότητας, της δημιουργίας.
Δημιουργία μπορεί να είναι τα πάντα. Από το μίσχο στη γλάστρα που μεγαλώνει και ανθίζει και μοσχοβολά,  μέχρι τις νέες αντιλήψεις που  καταφέρουν να βλαστήσουν σε μια κοινωνία τρεμάμενη από εκφοβισμούς, διλήμματα, και αδιέξοδες προοπτικές.

Θέλω να αποβάλω από τον οργανισμό μου τις μνήμες της διάβρωσης και της ερήμωσης. Θέλω να βρεθώ σε μέρη πράσινα, οξυγονούχα, να χαζεύω με τις ώρες τη θάλασσα κάνοντας σκέψεις φτερωτές, σαν τα πετούμενα του ουρανού που δεν προσγειώνονται απότομα αν δεν το επιλέξουν.