Μέρος Β': Λυρικά κι Επίπονα


Όταν ξύπνησα

 Όταν ξύπνησα η γη ήταν έρημος
οι αισθήσεις ναρκωμένες.
Ήταν σαν φίδια αιμοβόρα να ‘χαν πιεί
το μεδούλι της ύπαρξης
σα να ‘χαν ακουμπήσει όντα άγνωστα δαιμονικά
τα παγερά τους χείλη στο κορμί μου
σε φιλί ανεξίτηλο.

Ήταν το ξύπνημα σα βύθισμα
στη δίνη ενός άχρονου εφιάλτη
σαν καλωσόρισμα σαρκαστικό
από του Παλατιού της φρίκης
τους οικοδεσπότες.

Όταν ξύπνησα η γη ήταν έρημος.
Η γεύση γνώριμη, μίας απουσίας απόλυτης.
Ήταν σα να ‘χε ο ουρανός σαστίσει
απ’ την κουκίδα τη μικρή του είναι μου
που σείονταν τρεμουλιαστά
και όλο μάτωνε.

Ήταν το ξύπνημα σα βύθισμα
στη δίνη ενός άχρονου εφιάλτη
σαν καλωσόρισμα σαρκαστικό
από του παλατιού της φρίκης
τους οικοδεσπότες.



Χαιρετισμός
  Τα πανάρχαια σχήματα της μέθης
με τις εικόνες που για λίγο
παίρνουν τις κανονικές τους διαστάσεις-
μπλέκονται σ’ ένα σύνολο αξεδιάλυτο,
επώδυνο, όσο και ποθητό.

Ας ξαναϊδωθούμε σ’ άλλες σφαίρες
πιο γήινες και πιο ουσιώδεις.
Ας ξετινάξουμε το φόβο απ’ τα μέλη μας
κι ας ξαναπούμε έναν ανάλαφρο χαιρετισμό.





Ξόρκι

 Αδαμάντινες αφές
πίσω από σιωπηλές τέχνες
εσύ, -ολόκληρη;- ή μισή;- περιμένοντας τη γέννηση
νερών γάργαρων, λόγων κελαρυστών.
Σαν το δάχτυλο, το χέρι, το μπράτσο, το σώμα
που πανωσύρεται αργά
που πισωγυρνάει
που ορμά
που μένει μετέωρο
για λίγο
πάνω από τη σιωπή
ή την έκρηξη.
Του φόβου τα στενά τα άλαλα
θαμπός ορίζοντας θύμησης μακρινής
μα και παρούσας
το κορμί του φόβου, η όψη του φόβου
μ’ ένα χαμόγελο
χαραγμένο πάνω της
ένα ξόρκι.
Πόσες γέννες
και πόσοι θάνατοι
προσωρινοί.



Είμαι;

 Είμαι ο φόβος, η σκιά, η απειλή
εγώ είμαι ο φόβος
εγώ είμαι η σκιά
κι η απειλή πάλι εγώ είμαι.

Δεν αγαπώ
το κάθε τι που ακουμπώ
δεν θέλω
μα και δεν μπορώ
(μπορεί να θέλω
μα να που δεν μπορώ).

Όταν γεννιόμουν, πνίγομουν
όταν κοιμάμαι ζω.



Περιμένοντας τη μέρα

 Αν ήμουνα του πόθου το κάλεσμα
η φωνή της ανάγκης
η ανάσα η βαθιά της προσφοράς
και του σμίξιμου η ώρα η μοναδική.

Θα ταξίδευα ολοένα
στα δωμάτια που της νύχτας της αμείλικτης
γίνονται σκλάβοι
θα γευόμουν όλες τους τις μυρωδιές
άλλες θα ‘παιρνα μαζί μου στο ταξίδι μου
σκορπίζοντας τες στο νυχτερινό αέρα
μ’ άλλες θ’ άλειφα το άυλο κορμί μου,
 στην πηγή τους δίπλα θα στεκόμουν
και θα περίμενα τη μέρα.

Μα είμαι το σώμα που καλεί
είμαι οι σκέψεις που ηδονικά πονούν
κι η καρδιά που λαχταρά κι αποζητάει.
Τη νύχτα πώς να εξερευνώ δεν ξέρω
χωρίς πυξίδα και χωρίς αποσκευές.
Κι έτσι στην σιωπής την αφάνεια ακουμπώ
και στη λήθη αφήνομαι
περιμένοντας τη μέρα.



Ξανά

Φέτος βούτηξες ξανά μετά από καιρό
στα νερά με τα ξεχασμένα οράματα
στις κρυστάλλινες πεθυμιές
στους εύγλωτους ψιθύρους
και στην ηχώ
του παρελθόντος
που νόμισες οριστικό.
Βρήκες στα βάθη τη λαμπρότητα
της άλλης, της δυνητικής πραγματικότητας
της πάλλουσας από ρυθμό
ύπαρξης.





Φως
  
Επιτέλους πώς ν’ αποτυπώσεις
την ιδέα
που τρεμοπαίζει στην οπτική σου οθόνη
και την κίνηση του πιο εσωτερικού σου όλου
την αιώνια εξαφανισμένη
μάταια βίαιη;

Στη δυσκολία της επιλογής και την ανάγκη της ανέμελης λήθης
περπατώντας ανάμεσα,
πώς να βγάλεις ήχους ξάστερους,
ποθητούς;

Εικόνες πολύχρωμα διάφανες
τόσο φαινομενικά προσιτές
μας έκαναν κτήμα τους
κι άλλες, στεγνές, περιεκτικές, πλασματικά μακρινές
ανείπωτα καρποφόρες
μας αρνούνται.

Ας γινόταν να χαλαρώσω τους μυς των ματιών μου
προσφέροντάς τα διάπλατα έκπληκτα
στο όραμα
απερίσπαστα αφοσιωμένα
στο φως.





Έκρηξη
  
Έκρηξη ομορφιάς ξεχασμένης
με συντάραξε τώρα
που μιλιά δεν έχω
ούτε και όραση.




 Θρήνος


Η αγάπη σπάραξε
στα βλέφαρά μου
σαν σιντριβάνι οργής ξετίναξε
την πιο ωραία της ουσία
έγινε θρήνος
σύρθηκε και μάτωσε
και πια δεν έχει πρόσωπο.






Μουρμουρητό

Ο ουρανός εδώ αιμάτινος
με το βάρος του όλο
πάνω σε μια θάλασσα υπομονής.
Μα ο άνεμος την θωπεύει
όσο και όταν εκείνη το επιθυμεί.
Σαν ένας εραστής σοφός που αγαπά
όσο χρειάζεται.
Τα νερά της τρεμοπαίζουν. Αναρριγούν.
Το δέχονται το χάδι σαν δώρο.
Σαν προσφορά. Χωρίς έκπληξη.

Βράχια σγουρά, σκιερά
κλείνουν ένα γύρω
το μικρό όρμο
όπως κλείνει το παράπονο μέσα της
μια μεγάλη αγκαλιά
και οι φοίνικες παραστέκουν
σαν άγγελοι δροσιάς.

Τα νερά σέρνονται νωχελικά προς τα πίσω
μόλις αγγίξουν των βράχων την αντίσταση
γυρνούν στη μήτρα με μηνύματα
κάθε φορά αλλιώτικα
ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι σταγόνες
καθώς κυλούν συντροφικά η μια δίπλα στην άλλη.
Σιώπησε κι άκου
το μουρμουρητό του ουρανού.






 Παρεξήγηση

 Περνιέμαι για σκληρός
ενώ εσύ είσαι αυτός
περνιέσαι για τρωτός
ενώ τα δόντια σου όλα τα ‘χεις
τα πλαϊνά, τα πίσω και τα μπρός
και ό,τι σου γουστάρει τρως.



 Όνειρο ήταν


Όνειρο ήταν
που έγινε
σαν από θαύμα
αλήθεια.

Δυο μάτια ήταν
που έγιναν
καθρέφτες
μιας σιωπηλής ευχής.

Δυο στήθη ήταν
που φούσκωναν
από λαχτάρα
για τους γλυκούς ψιθύρους

κι αυτοί πλησίασαν
δυνάμωσαν
γίναν φιλιά
και σιώπησαν
στου ύπνου του κοινού
την αυλή
ευδαιμονία.
  




Το μυστικό
  
Είναι που μοιραζόμαστε το μυστικό
είναι που δεν αντέχω σ’ άλλον να το πω
είναι που το ‘χω μέσα μου και πυρακτώνεται

είναι που το μοιράζομαι και γιγαντώνεται





 Είμαι η σιωπή;

Είμαι λοιπόν η σιωπή;
Είμαι η αγάπη η αβίωτη;
Είμαι το κλάμα το βουβό, η σιγή κι ο πόνος
η απροσμέτρητη σιγή
ο χτύπος του ρολογιού μέσα στη νύχτα
που τον αφουγκράζεται
ένα ζευγάρι αυτιά μοναχικό
το σκοτάδι
που τ’ αντικρίζει ένα ζευγάρι μάτια
θολά από θλίψη;
Ποιος θυμός; Ποιο θάρρος; Ποιος Θεός;
Ποια συχώρεση;
Το κουδούνι θα ηχήσει πάλι.
Δεν θάναι διάλειμμα όμως. Σχολάμε.
Κι αυτό το σχόλασμα δε θα το συνοδεύσουν
φωνές χαράς. Δε φεύγουμε για διακοπές.
Φεύγουμε για το άγνωστο.
Δεν ξέρουμε το δρόμο της παρηγοριάς.
Αν θα ξανασμίξουνε οι δρόμοι μας δε ξέρουμε.
Κι αν θα χαρούμε γι αυτό.
Τι να μας περιμένει εμάς τους ασυνόδευτους.
Ποιος θα μας αντέξει; Ποιος θα μας στέρξει;
Ποιόν δε θα πλήξουμε; Ποιος δε θα μας πνίξει;
Και δε θα μας πλήξει;
Πλήττομαι  όπως από χτύπημα. Πλήττω, όπως από ανία
κι όσα δεν ειπώθηκαν,
αυτά που βιώθηκαν κι όσα δεν βιώθηκαν;

Αυτές οι φλέβες έχουν αίμα μέσα τους;
Αυτή η καρδιά
έχει μέσα της καθόλου αγάπη;
Ποιος ανοιγοκλείνει τις βαλβίδες
ποιος μπλοκάρει τους χυμούς της ζωής
ποιος κάνει το σώμα βαρύ σα μολύβι
τη σκέψη πηχτή, αδιάφανη
ποιος παίζει με τα κουμπιά του είναι μου;





Κρίματα

Απ’ άκρη σ’ άκρη κρίματα
κρατήρες, κύματα, βουνά
Γιορτάζω τις απώλειες των χρωμάτων
εισπνέω τους καπνούς των στεναγμών

Ήχοι κατευνάζουν τα κύματα
Των αναμνήσεων που καραδοκούν
Ήχοι πνίγουν τους θόρυβους
Της ανάγκης που λέγεται σύντροφος
Ήχοι στέρεοι, ήχοι γλυκείς
Ήχοι απο το απαλό τοίχωμα της μήτρας

Stars all above

Staring at you

Laughing at you

Making you wish.
Wasted life. You, hunced back wasted life
 devoid of past promises.
If I could just give you back the visions,
 the vast horizons…
The deep breaths of sheer pleasure.





η αγάπη, πλημμύρα
ψυχής
ζέστη η αγάπη
στο σώμα
αύρα απαλή
στο δέρμα
Μυρωδιά νοτισμένης γης
και πόνος
βαθύς
και νάρκη
και σπάραγμα





Κύκνος.

Ο λαιμός της γάτας μου είναι κύκνος.
τεντώνεται περήφανα και εξεταστικά.
αψηφά το ανούσιο.
Αφουγκράζεται και ψηλαφεί
Είναι μίσχος. Ορθώνεται για να δεχτεί.
Στρέφει για ν’ αποφύγει.
Αυτός ο λαιμός λέει «θέλω χάδι». Με μαγνητίζει.
Πώς να του το αρνηθώ;





Οι λέξεις μου ηχούν μπάσα

Δε μιλώ για το πικρό χνώτο της συντριβής
Μιλώ για το αγέλαστο μειδίαμα της άρνησης.
Γι αυτό μιλώ. Και για το αλύγιστο. Για το άκαμπτο.
Για το ύστατο.
Κι αν οι λέξεις μου ηχούν μπάσα
σαν πένθιμη βοή από το παρελθόν της ήττας
είναι γιατί δε βρίσκουν μουσικές εξαγνισμού
δε βρίσκουν τη δροσιά της ροής
την υφή των φύλλων
το νανούρισμα μελωδιών από δάση υγρά αγκαλιών μεγάλων
Δε βρίσκουν τη θαλπωρή του ξύλου
ούτε την ευπρόσδεκτη ομίχλη της στέρεης λήθης.






Αισιοδοξία…

Εγώ θα ξαπλώσω σύντομα.
Γιατί, η ζωή έχει πιάσει όλα τα καθίσματα.
Κι η ουτοπία κουράστηκε να περιμένει όρθια.







Σύντομο

Πύρινο και τυφλό
το βλέμμα
της ανάγκης.
Μέρες μουσικές
και σπάνιες



Το παγωμένο πτώμα του Χτες

Νομίζαμε πως τέλειωσαν οι μέρες οι ξύλινες.
Οι μέρες της ανατομίας στο παγωμένο πτώμα του χτες,
πως ήταν παρελθόν.
Κι όμως. Ακούσατε τον κρότο
απ τη τζαμένια πόρτα της απομόνωσης
όταν έσπασε σε χίλια κομμάτια
ενώνοντας ξανά τη γη
με τον Άδη;




Ληστείες

Ληστής
ο παράδεισος της ανομίας,
της ανόητης χαράς.

Ληστής
ο παράδεισος της άκρατης απρέπειας
που περιφρονεί την εκδίκηση
των άλλων.
Ληστεύει από το πιάτο του σήμερα
φορτώνει θυμούς
στις κατοπινές γενιές.






Απάτη;;

Απάτη είναι είπες;
Απάτη η έκφραση
ενός προσώπου φωτεινού;
Γελάστηκες.
Απάτη είναι οι στροφές
που παίρνει το μυαλό σου
όταν φοβάται.


Όπως Απόλαυση είναι
το γέλιο
όταν ξεφεύγει αβίαστο
απ’ τα σκοτάδια
και σβήνει
τις μουτζούρες
σε μία πρόχειρη γραφή
μελαγχολίας.





Τα Είμαι και τα Έχω

Απαράβατα, απαραβίαστα
τα «είμαι» και τα «έχω»;
Έχω εαυτό, έχω το σώμα, είμαι ό, τι έχω
στο νου.
«Ψυχή», λένε κάποιοι. «Ύπαρξη», απαντούν οι άλλοι.
Το «Είναι», ισχυρίζονται μερικοί.
Αλλά δεν είναι ένα «ποίημα», αυτό που έχουμε στο νου;
Το πώς «εποιήθη», αδιάφορο για την ώρα.
Δεν είναι «ψυχή», ο ζωντανός, αθάνατος ίσως,
ο πλάνητας θίασος της Μνήμης;
Δεν είναι αντάρτης,
δεν είναι τέχνη υψηλή
γλυπτική
το σώμα;
Δεν είναι αίνιγμα, άλυτο
η ύπαρξη;
Και θέλεις να το λύσεις αυτό το αίνιγμα;
Γιατί να θέλεις;
Είναι ωραίο
έτσι όπως στέκει
απρόσιτο κι αγέρωχο
παντοτινό κι εφήμερο ίσως,
στο φως και στις σκιές
στα γύρω και στα εντός
Είναι ωραίο.



Το Αύριο

Αύριο
που θα έρθει το Άλλο,
το άγνωστο,
θα φέρει μαζί του
το γνωστό, παραλλαγμένο;
Θα είναι ντυμένο
με φύλλα συκιάς
που θα κρύβουν τη γύμνια
της βαθιάς γνώσης;
Αύριο θα γουργουρίζουμε
σα γάτες
ευτυχείς
μεσ’ το χάδι;
θα έχουμε ξεχάσει
το άγριο ράπισμα
των ανελέητων βοριάδων
και το ψύχος
των ανόητων διαλόγων;
Θα είναι ωραίο το αύριο;
με δόντια λευκά
και χαμόγελο
από εκείνα που σβήνουν
τα ίχνη των βαριών πελμάτων
πάνω στο υγρό χώμα;
τα ίχνη των κατάκοπων
ταξιδευτών του νου
που αποτύπωσαν
την κούραση τους
στα περάσματα της ζωής μας;







Καύχημα

Είναι καύχημα δικό σου
ο θάνατος ξανά του εντός σου;
Να τον χαίρεσαι.
θα ’ρθουν στην κηδεία όλοι
-αν κερνάς και βιτριόλι


  


Θα ξανάρθω με άλλο πρόσωπο


Ωραία που γέρνουν τα βουνά
στο γκρίζο μπλε
με κόκκινο και μολυβί σεντόνι ανάλαφρο.
Λιμάνι πιάσαμε. Στεριά ακουμπάμε.
Λιμάνι αγάπης ψάχνουμε.
Μιαν αγκαλιά
 σαν όρμο, ουρανό, νερό και γη.
-Δεν είναι μακριά η πηγή-


Βράχια, πέτρες και,κοτρώνες, κατσάβραχα, πετρούλες και πεζούλες, βότσαλα,
χαλίκια, βόλακες. Ανάμεσά σας η γαλήνη μου.


Στα απόνερα της θλίψης
Θα βυθίσω από τα παλιά τα άσχημα
στα βραχάκια των Κυκλάδων
Θα ξανάρθω με άλλο πρόσωπο
βρίσκοντας με τη βουτιά πλούσιους βυθούς
Θα ξαναδώ με απόλαυσης ματιά
Το λύσιμο των Κάβων.

  


 Νέος Χρόνος


Έμπαινε χρόνε
μη μπεις και μείνεις άπραγος μονάχα
σπρώχνε την κάθε μέρα προς την άλλη
με χέρι ανάλαφρο.
Μη φέρεις κραδασμούς οπισθοχώρησης
σε άλλους, άπονους καιρούς
Φέρε τον φρέσκο αέρα του βαθύτερου δεσμού
με της ζωής τα αγνά συστατικά
με της αγάπης το θερμό χαιρέτισμα.


1 σχόλιο:

ΒΙΒΗ είπε...

ΓΙΑ ΤΗ ΣΦΥΓΜΟΜΕΤΡΗΣΗ !!!!

ΞΕΧΩΡΙΖΩ

Α.ΕΚΡΗΞΗ
Β.ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝ