Περιεχόμενα
- Κουρτίνες
- Ευχή
- Ελεωνόρα
- Σκοτάδια-Και πάλι
- Τη φορά αυτή
- Αρχή
- Όλοι εμείς
- Κρυψώνα
- Λέξεις
- Επαφές
- Αναπνέω
- Καρδιά μου ακυβέρνητη
- Τα μυστικά
- Απορείς
- Νέες συστάσεις
- Νύχτας παρακάλια
- Φιλί μοναδικό
- Μορφές
- Πυρκαγιές
- Το βήμα το σωστό
- Όψεις
- Πειράζει;
- Ταξίδι βραδινό
- Άτιτλο
- Το πρώτο δώρο
- Κάποια άτομα
- Όταν κάτι…
- Μπόρα είναι
- Απλωτές
- Ένα κομμάτι ουρανού
- Σαν τυχαίος τάχα στίχος
- Μούσα;
Κουρτίνες
Τραβάω τις κουρτίνες
και μπαίνουν στο δωμάτιο ξανά
οι φωτεινές ιδέες
οι εμπνευσμένες οι στιγμές, οι φίνες
Διανύουν την απόσταση
απ’ όσους κάποτε αγάπησα
Τους δίνουν πάλι υπόσταση.
Αυτοί που απουσιάζουν
όπως και τότε ανέμελοι
με τις φωνές τους με αγκαλιάζουν
Πρόσωπα τέτοια θέλω τη ζωή μου να δεσπόζουν
να μ’ ακουμπούν με την πνοή τους τη ζεστή
να λένε στη στιγμή την καίρια,
τα λόγια που αρμόζουν
Ευχή
Μιαν αγκαλιά να με κοιμίσει
θέλω, να με παρηγορήσει
να διώξει το αδιαπέραστο σκοτάδι
να σβήσει το επώδυνο σημάδι
Κρύψε με απ’ τον εαυτό μου, κάλυψέ με
κι ύστερα γίνε πρόκληση ξανά, ξελόγιασέ με
να γίνουν όλα πάλι θέλω απ’ την αρχή
ν’ αναστηθώ, να νιώσω, να εκπληρωθεί η ευχή.
Ελεονόρα
Μακάριοι οι το φόβο μη γνωρίσαντες
οι ανέφελοι κι αθώα αμαρτήσαντες.
Χαριτωμένα ασεβείς, θα φέρουν πάντα
του βίου του απατηλού τα πιο ευοίωνα μαντάτα.
Απρόσμενα με θάμπωσες Ελεονόρα
μου θύμισες την κάθε ανέμελη που έχω ζήσει, ώρα.
Σκοτάδια
Σκοτάδια άδεια είν’ οι ψυχές
που δεν ελπίζουν
και δε θυμίζουν
μονάχα απομυζούν.
Αφού μονάχα έτσι
μπορούν να ξεγελιούνται ότι ζουν.
Και πάλι
Ζητώ και πάλι
μια παραζάλη
μια παύση απλή
μια λύπηση.
Τη φορά αυτή
Θέλω πια να ξεχυθώ, ν’ απλώσω
και να λιώσω
μέσα σε ωραία νάρκη
με πόνο αλλιώτικο, αυτάρκη
με σώμα κέρινο
λιγνό κι αέρινο
Θέλω τούτη τη φορά
όλα να ‘ναι σοβαρά
όλα πρωτοειπωμένα
όλα σθεναρά.
Θέλω να ριζώσω, να βλαστήσω
και ν’ ανθίσω
θέλω και να μαραθώ
μόνο για να ξαναγεννηθώ.
(Τούτη τη
φορά
που οι
θύρες οι βαριές θα κλείσουν
εγώ δε θα
‘μαι πίσω τους
Τούτη τη
φορά
που οι
ελπίδες δε θα εκλείψουν
οι χάρες,
θα με δεχτούν σαν ίσο τους)
Αρχή
Όταν κάθεται τα βράδια
και φυλάει τα σκοτάδια,
όταν μόνη εκλιπαρεί
απ’ της νύχτας τη μαγεία
σαν τον κλέφτη να κρατήσει ό, τι μπορεί
την ακούω κι επιμένω
μιαν αρχή να περιμένω,
ένα σύνθημα, μια νότα
να ηχήσει,
μήπως κλείσει
μια για πάντα τούτη η πόρτα
Όλοι εμείς
Παριστάνεις πως δεν ξέρεις
δεν πονάς δεν υποφέρεις
πως αγάπη δεν ζητάς
δεν ακούς και δε ρωτάς
Πόσο αλήθεια νυχτωμένοι
όλοι εμείς οι βαρεμένοι…
Η ζωή είναι αλλού
κι έχει φέξει προ πολλού.
Κρυψώνα
Τι να φοβάσαι τάχα;
Κινείσαι πέρα απ’ της αγάπης την ευθύνη
κι είσαι φωνή που τραγουδάει αβίαστα
μεσ’ την κρυψώνα της μονάχα.
Λέξεις
Λέξεις φαντάσματα
λέξεις νεράιδες
λέξεις κρυφές και άφωνες
λέξεις που παίζουν, περιπαίζουν
και χασκογελούν
λέξεις που τρίζουν και καραδοκούν
λέξεις που στάζουν, που στενάζουν,
αλλά από κάπου μπάζουν.
Επαφές
Απροσπέλαστες μορφές
αφανείς, αδιαφανείς, παροπλισμένες
ταραχώδεις επαφές
ατελείς, ημιτελείς, μπλοκαρισμένες
παραπαίουσες ευχές
μαραμένες, ευτελείς, παρωχημένες
φοβογόνες ενοχές
ασεβείς, αειθαλείς, συγκαλυμμένες.
Αναπνέω
Αναπνέω
όταν εμπνέω
ή όταν κάτι ζω
που ειν’ ελάχιστα πεζό
που είναι απρόσμενο και νέο
Ανασταίνομαι
όταν από κάπου εμπνέομαι.
Όταν κάτι με δονεί,
με ωθεί, με συγκινεί,
στον παλμό του παρασέρνομαι
Καρδιά μου
ακυβέρνητη
(…ρεμπέτικο-ζεϊμπέκικο…)
Τη μοίρα μου την έθαψα βαθιά μες την καρδιά μου
τα σίδερα που μ’ έπνιξαν ειν’ έργα όλα δικά μου.
Αν πάτε και ρωτήσετε τι ξέρουνε για ‘μένα
θα πούνε φίνα κι όμορφα και πρόβλημα κανένα
Μα σαν καλά κοιτάξετε πίσω απ’ την αντοχή μου
θα δείτε την απόγνωση που κρύβει η ψυχή μου
θα πείτε κρίμα κι άδικο και πόσο όλα εις μάτην (…)
καρδιά που δείχνει όλο φωτιά, να σβήνει καθ’ εκάστην
(…)
Καρδιά μου ακυβέρνητη θα ενδώσω
και σ’ όποιον πρώτος σε δεχτεί
το κουρασμένο μου κορμί
θα παραδώσω
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους αλήτες
μα της ποινής τα γράμματα έχουν και παραλήπτες
σ’ αυτούς που θα τα λάβουν κι απ το βάρος τους λυγίσουν
είναι αστείο, μα τους ζητώ να μη μελαγχολήσουν
Καρδιά μου ακυβέρνητη θα ενδώσω
και σ’ όποιον πρώτος σε δεχτεί
το κουρασμένο μου κορμί
θα παραδώσω.
(δις)
Τα μυστικά
Της προσμονής τα μυστικά
που φτιάχνονται από υλικά
για μένα άγνωστα
μου φανερώθηκαν εχτές αργά
μα μου φανήκαν άνοστα.
Της απονιάς τα μυστικά
που τρέφονται από υλικά
για μένα άγνωστα
τα γνώρισα από πιο κοντά
και μού φανήκαν άρρωστα
Της χαλαρότητας τα μυστικά
που πλάθονται από υλικά
για μένα άγνωστα
μου φανερώθηκαν στα ξαφνικά
και μου φανήκανε απλά και ευανάγνωστα.
Απορείς
Απορείς
που δεν μπορείς
το τώρα να χαρείς.
Ονειροβατείς
ακροβατείς
και καιροφυλαχτείς
και όταν κάνεις λίγο ν’ ανοιχτείς
αποθαρρύνεσαι
σιωπάς
κι απομακρύνεσαι.
(Είναι ν’ απορείς;)
Νέες συστάσεις
Τα χέρια τα απαλά
σαν του νερού το χάδι
ας απλωθούν, ας λιώσουν
μεσ’ της μέθης το σκοτάδι
Το δέρμα που αναπνέει
με προσμονή
ας αφεθεί στα κύτταρά του
ας πλημμυρίσει
(Η κάθε επιφάνεια που κάποτε ταράζεται
τρεμουλιαστά αντικρίζει τις συσπάσεις της
δεν κλαίει δεν δακρύζει
μόνο γυρεύει αδιάκοπα τις νέες συστάσεις της)
Νύχτας
παρακάλια
Νύχτας παρακάλια
μορφή αγαπημένη
μ’ άνοιξες σαν βεντάλια
κι έκλεισα πάλι σιωπηλή και συντριμμένη
Την αγκαλιά σου αποζητώ
βουβά για ‘κείνη κλαίω
για όλα αυτά που μ’ έκαναν
να μην πατώ γερά στη γη, να παραπαίω
Πόθων αναλαμπές,
στοργής εκρήξεις
πάλεψες ν’ αφεθείς,
κάθε φραγμό να ρίξεις
Εσένα τόσο πόθησα
κι εσένα πάλι εξώθησα
τόσο να με ποθήσεις
κι όμως στο τέλος να στραφείς και να μ’ αφήσεις.
Πόθων αναλαμπές,
στοργής εκρήξεις
ζήτησες σαν τρελή
νέα φτερά, ν’ ανοίξεις
Φιλί
μοναδικό
Φιλί μοναδικό, θερμό και μαγεμένο
μου σφράγισε τα δάχτυλα, τα μάγουλα τα χείλια
σαν θαύμα παιδικό και μυστικό καλά κρυμμένο
που κάνει τους ανέραστους να καίγονται από ζήλια
Πανέμορφα τα πρόσωπα τα ξαναμμένα
στα όνειρα που πραγματοποιούνται
τα λόγια τα ανείπωτα, τα μισοτρελλαμένα
θα κάνουν τους ανίδεους ν’ αναρωτιούνται
Φιλί ζωής η ανάσα σου στ’ αυτί μου
και η μιλιά σου προσταγή και ικεσία
ποτάμι ολόδροσο στην άκρη της ερήμου
το αξέχαστο φιλί σου λυτρωμός και πανδαισία
Πανέμορφα τα πρόσωπα τα ξαναμμένα
στα όνειρα που πραγματοποιούνται
τα λόγια τα ανείπωτα τα μισοτρελλαμένα
θα κάνουν τους ανίδεους ν’ αναρωτιούνται.
Μορφές
Σαν ένα βιβλίο
που το μέσα του γεύονταν
λες κι ήταν δέρμα απαλό και λείο
που απ’ αυτό μαγεύονταν
έτσι θα ‘θελαν
και τις ψυχές να διάβαζαν
να τις ξεφύλλιζαν γλυκά
κι όχι να τις χαράμιζαν
Σαν ένα ζωάκι
τρυφερό, μα ίσως κι άγριο λιγάκι,
που το απολάμβαναν
και τη σιωπή του ως σοφία εκλάμβαναν
Έτσι και οι μορφές του ανθρώπου θα ‘θελαν
να τους γαλήνευαν
να τους γεμίζαν,
και να τους εθεράπευαν
Μορφές ανθρώπων βλοσυρές, απορημένες
γελαστές ή συντριμμένες
ας ήταν μια φορά να ενώνονταν
και με την φύση τους να συμφιλιώνονταν
Σαν μία εικόνα
μελωδίες γεμάτη απ’ τα βάθη του αιώνα
που οι μικρές της μεστές λεπτομέρειες
το παρόν πολεμούν, το νικούν και ας έχουν ατέλειες
Έτσι κι η όψη του αύριο
ωραία θα φάνταζε
αν απλούστατα ερχόταν κάτι
και ολοκληρωτικά την άλλαζε.
Μορφές ανθρώπων βλοσυρές, απορημένες
γελαστές ή συντριμμένες
ας ήταν μια φορά να ενώνονταν
και με την φύση τους να συμφιλιώνονταν
Πυρκαγιές
Πώς τρεμοπαίζει η εικόνα
όταν βουρκώνουνε τα μάτια;
Έτσι χορεύανε και πάλλονταν
της ύπαρξης μου ένα-ένα τα κομμάτια.
Πώς κατεβαίνει ο χείμαρρος τις ορεινές πλαγιές;
Έτσι οι αισθήσεις μου κινούνταν
με την ορμή που ανέβαζαν
της μαγικής φωνής σου οι πυρκαγιές.
Το βήμα το
σωστό
Όμορφο φυτό ξεχωριστό
εύγεστο ποτό λαχταριστό
Πύρινα μαλλιά στεφανωμένη
βρόχινα νερά λουσμένη
Φως από σελήνη απαλά τη ντύνει
Αύρα από θάλασσα κι αλμύρα αναδίνει.
Πάρε την μακριά, σε μια καινούργια μέρα
δείξε της τη γη και τον αέρα
πες της για το θαύμα το ομορφότερο
μάθε της το βήμα το σωστό, το ρυθμικότερο.
Όψεις
Ένα κάτι, σα διαμάντι
κάτι να κολλάει σαν γάντι
σαν ευαίσθητο αυτί
σα μια μπόρα δυνατή.
Μια στιγμή, σαν αφορμή
σα γροθιά στην παρακμή
Κάτι γέλια, κάτι λόγια μέλια
κάτι ολόθερμα φιλιά,
κάποια ολάνοιχτη αγκαλιά
Κάποιες στάσεις, κάποιες παύσεις,
κάποιες απολαύσεις
κάποια αυθόρμητη ατάκα
κάποιο πείραγμα, μια τράκα,
κάποιες ώρες μυστικές
αυστηρά προσωπικές
κάποιες μνήμες μακρινές μοναδικές
Ένας ήχος γνώριμος
ένας στίχος ώριμος
ένα μούτρο αγαπητό,
ένα χρώμα ορεξάτο, χτυπητό.
Άνθρωποι μυριάδες,
μυρωδιές εκατοντάδες
ανθρωπιές μικρές,
σιγανές κουβέντες εμπιστευτικές
μαλακές κουβέρτες, σόμπες, ευωδιές λαχταριστές,
σχόλια, μπύρες, ποικιλίες,
αρετές, κακίες.
Ανοιχτές αυλαίες,
απαλές κινήσεις φευγαλέες
αντρικές και γυναικείες απόψεις
χίλιες δύο ζωές, χίλιες δύο όψεις.
Πειράζει;
Πειράζει που ξεμέθυσα και βλέπω;
Πειράζω που κοιτάζω κι επιτρέπω;
Πειράζει που τα πάνω ήρθαν κάτω;
Πειράζει που το σπίτι ειν’ άνω-κάτω;
Πειράζει αν σπαταλήθηκε η μέρα;
Πειράζει αν κάτι αλλάζει στον αέρα;
Πειράζει μήπως αν φοράω γυαλιά;
Πειράζει αν θυμάμαι τα παλιά;
Πειράζει που απόχτησα κοιλιά
κι αν χάλασαν τα ωραία σου μαλλιά;
Πειράζει που η θάλασσα είναι Λίμνη
και που αδυνάτισε κομμάτι η μνήμη;
Πειράζει που με πιάνει βουλιμία
ή που ζητώ ακόμη ανωνυμία;
Πειράζει που τα χρώματα οργιάζουν
και τα τοπία σιγομιλούν κι αναστενάζουν;
Πειράζει που μ’ ακολουθούν οι σκύλοι και οι γάτες;
Πειράζει που μου διέφυγε πώς φτιάχνονται οι πατάτες;
Πειράζει που πειράζομαι αν με κακολογήσουν
και δεν χαρίζομαι συχνά σ’ αυτούς που θα με φτύσουν;
Πειράζει που θα ήθελα να είμαι πάντα πρόσχαρη;
Πειράζει αν δεν πιστεύω πια στη Μεγαλόχαρη;
Πειράζει αν κάνω άλλοτε απανωτές βλακείες
κι αν άλλοτε ανοίγομαι σε αγκαλιές οικείες;
(Τι πειράζει;;)
Ταξίδι
βραδινό
Ταξίδι βραδινό
για το νησί το αντικρινό
θαλασσινό ταξίδι
νερών ανάλαφρο παιχνίδι
Σκοτάδι των βυθών
των άγνωστων παθών
βουβό γλυκόπικρο σκοτάδι
βλέμμα νυχτιάτικο πετράδι
Της θάλασσας φωνή
κι απόψε ζωντανή
το πλοίο συνοδεύει
και τις ψυχές όλες μαγεύει
(Ταξίδι βραδινό
για το νησί το αντικρινό
θαλασσινό ταξίδι
νερών ανάλαφρο παιχνίδι)
Άτιτλο
Παράξενες θαμπές μορφές
Βροχοσπαρμένες
Λουσμένες από χνώτο και χιονιά
Αποδιωγμένες.
Το πρώτο
δώρο
Ένα βιβλίο μου
χάρισες όταν σε πρωτογνώρισα.
Κι εγώ που δεν σε
ήξερα απόρησα.
Τα μάτια σου
καθρέφτιζαν χαρές και λύπες
έκανες τη φωνή σου
ψίθυρο και είπες:
«Ένα βιβλίο μ’ έκανε να δω μέσ’ τη ψυχή μου
μ’ ένα βιβλίο μίσησα την άχαρη εποχή μου .
Κάποιο βιβλίο μου μίλησε για θαύματα και πάθη
και μ’ ένα άλλο ξέχασα τα θλιβερά μου λάθη .
Πολλά βιβλία μου έδωσαν τροφή και οξυγόνο
Και διώξανε τον πανικό, την θλίψη και τον
πόνο.
Ένα βιβλίο πάντα έχω πάνω στο κομοδίνο.
Όταν διψώ, το ανοίγω, κι απ’ τους χυμούς του
πίνω.
Μα το πρωί μια νοσταλγία ξυπνά και μια φωνή
διακρίνω…
Με συνοδεύει όσο τον ύπνο προσπαθώ να
απομακρύνω.
Είναι μαζί μου καθώς βάζω τον καφέ μέσα στο
μπρίκι
ανεπανάληπτη φωνή, που με βιβλίο με κοίμιζε,
σαν πιτσιρίκι»
Κάποια
άτομα…
Υπάρχουν κάποια άτομα που …οπωσδήποτε
δεν έχουν τελικά να σου προσφέρουν τίποτε!
Σου λένε κατευθείαν τα δικά τους, τα… σπουδαία
και ούτε καν τους έρχεται να πούνε το απλό, «εσύ, τι νέα;»
Τα βρίσκεις κάθε τόσο κολλημένα στα ίδια θέματα
και δεν αντιλαμβάνονται τα μπουχτισμένα νεύματα.
Ακούνε μόνο την ηχώ απ’ τη φωνή τους
κι εσύ δε βλέπεις ότι φθείρεσαι μαζί τους.
Κλεισμένα σ’ έναν κόσμο από αμετάβλητες
εικόνες,
σε βλέπουν μυωπικά, με ανόητους κανόνες.
Το στίγμα σου ψαρεύουν, μια κάποια
ευκαιρία για ταμπέλες
κι εσύ απορείς, αν δε σκαμπάζεις από ιδέες
– καραμέλες.
Τυφλά και ανεπίδεκτα σε νύξεις και αποχρώσεις
σε σύνολα, συνθέσεις, και γενναίες επιδιώξεις.
Κι ενώ σου έρχεται πολλές φορές να τους τα χώσεις
βουβαίνεσαι ή ψελλίζεις, με ευγένεια και σε δόσεις!
Περνάει ο καιρός… Μα όταν παρατήσεις κάθε πρόφαση
μαζέψεις το κουράγιο και την πάρεις την απόφαση
πως δεν τα θέλεις πλέον σαν κομμάτι της ζωής σου
γυρνάς νέα σελίδα και βρίσκεις επιτέλους τη φωνή σου.
Όταν κάτι…
Όταν η άνοιξη φανεί,
όταν κάτι μας κινεί,
η ανάσα μας βαθαίνει
και τα πρόσωπα των γύρω ομορφαίνει.
Όταν νοιώθουμε ενωμένοι,
από όνειρα ομοούσια σπρωγμένοι
ν’ αγαπιόμαστε επιμένουμε
και το νέο, το καλύτερο, προσμένουμε
Μπόρα είναι..
Κράτα την οργή σου.
Γύρνα στη σιγή σου
ξέχασε, αφήσου
κι αν κανείς δεν πει «Μαζί σου!»
κρύψ’ τη συντριβή σου.
Μπόρα είναι, θα ξεσπάσει,
θα περάσει.
Θα ‘ρθει άλλη,
όταν τούτη δω κοπάσει,
να σε δοκιμάσει.
Απλωτές
Διαλύω κάθε ανώφελο θυμό
σε θάλασσας αγκάλιασμα θερμό.
Μεγάλες απλωτές ωραίες κινήσεις
στη ρόδινη απαλότητα της δύσης
σκορπούν κι εξαφανίζουν μαγικά
τα εύφλεκτα της σκέψης υλικά
Ένα κομμάτι ουρανού
Τα
χέρια στο τιμόνι και μια νέα ορατότητα
υπόσχεση
για μέρες με ομορφιά και αμεσότητα
εικόνες
πειστικές, για αλλαγές συνηγορούσαν
και
γύρω τα λευκά βουνά μαζί τους συμφωνούσαν
Να
ζωγραφίσει θα ήθελε, το ουράνιο μεγαλείο
δεν
διέθετε όμως το ανάλογο, της τέχνης εργαλείο
Τα
σύννεφα ξεδίπλωναν τα κάλλη τους με αργές κινήσεις, φίνες.
Αλλού
μαβιά και συμπαγή, αλλού σαν μπαλαρίνες
Στο
κάτω μέρος άνοιγαν, χωρίζονταν στη μέση
εξαίσιο
φως τ’ αλλοίωνε, αλλάζοντάς τους θέση
εκείνη τα κοιτούσε να χορεύουν και τα ζήλευε
να
πάρει απ τα χρώματα της ξενοιασιάς τους γύρευε
Στροφές
νωχελικές, ταχύτητες μικρές, ανοδικές
απόλαυση
οδήγησης με φόντο μουσικές
κι ένα κομμάτι
ουρανού, με τυρκουάζ παραλλαγή,
της αιχμαλώτισε το
νου, τη σήκωσε απ’ τη γη.
Σαν τυχαίος τάχα στίχος
Της κρυψώνας σου ο
ήχος
σαν τυχαίος τάχα
στίχος
θα προβάλει απ’
την αφάνεια
θ’ ανεβεί στην
επιφάνεια
θα κουρσέψει τα
καράβια
που για πλήρωμα
έχουν χάδια
θα ντυθεί χρωματισμούς
τόσους, που δε
βάζει ο νους
και μ’ αυτούς θα
υποδεχθεί
τις αγάπες που
ποθεί.
Μούσα;;
Ήρθε πάλι η μούσα, η καλωσυνάτη
είναι μούσι; (είναι μουσάτη;)
ήρθε να μας κοροϊδέψει; μήπως να μας
στέρξει;
να μας συνοδέψει
στη νυχτερινή μας βόλτα
σαν και τότε, σαν και πρώτα
και μετά να πάει σ’ αυτούς,
που ήταν έτοιμοι από πάντα, -τους
γνωστούς;
τους ανώδυνους και στέρεους εαυτούς;
Ή σκοπεύει να στεριώσει;
να ‘ναι εδώ σαν ξημερώσει;
Γιατί όσους τρέφουν μένος
για το ίδιο τους το γένος
τους βαριέται κάθε μούσα
προτιμά να ‘ναι απούσα
όταν βγαίνει το σαράκι
για το νόστιμο φαγάκι.
Μόνο το αύριο θα μας δείξει
πότε η εύνοια της θα λήξει
κι αν της κόλασης οι ώρες
είναι απλά και μόνο μπόρες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου