Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Απότομες προσγειώσεις. ("Πλάθουμε" σχήματα που τα παίρνει ο άνεμος και τα σηκώνει;;)

«Πλάθουμε» σχήματα στον πηλό,  «πλάθουμε» χαρακτήρες, «πλάθουμε» τη νέα γενιά.. Έτσι λένε…
(Το τελευταίο έχει ξεχαστεί. Ή, ίσως, έχει παρερμηνευτεί…)

Αλλά πλάθουμε κι άλλα πράγματα. Όταν τα βλέπουμε να αναδύονται απ’ τα χέρια μας και να παίρνουν σιγά-σιγά μορφή, αγαλλιάζουμε. Ο μικρός βλαστός που πήραμε απ’ τη γλάστρα και τον φυτέψαμε σε άλλη και που αρχίζει να ψηλώνει και να αποκτά δική του ζωή, ξεχωριστή, μας κάνει περήφανους. Βγαίνουμε κάθε πρωί στο μπαλκόνι να το δούμε. Αν έχει ψηλώσει έστω και λίγους πόντους, καθόμαστε και το κοιτάμε εκστατικά. Γυρίζουμε στην κουζίνα, παίρνουμε το φλιτζάνι με τον καφέ, ξαναβγαίνουμε και στεκόμαστε σαν αγάλματα μπροστά του, γεμίζουμε το βλέμμα μας με την περήφανη ανοδική του πορεία. 

Και πες ότι βλάστησε το φυτό, ρίζωσε καλά και άρχισε να παίρνει την ανηφόρα. Και περνούν οι μέρες, οι μήνες, και βγάζει κλαδιά, φύλλα, και θέλει λίγο ακόμα για να βγάλει μπουμπούκια. Κι έρχεται ένας χιονιάς ξαφνικά, βαρύς, αγέλαστος, αδιάφορος για τις φθινοπωρινές ηπιότητες, για τις δροσερές αγάπες. Καίει το φυτό, σαρώνει με το κρύο χέρι  τους ενθουσιασμούς, τις λαχτάρες, προστάζοντας ακινησία, νάρκη, ή και θάνατο.
Σα μαρμάρινη ταφόπλακα πέφτει με όλο του το βάρος πάνω στα πλάσματα της φύσης και αναστέλλει τις δημιουργικές εργασίες, στέλνει τους πάντες στον πάγκο τους, τους κλείνει στα σπίτια, τους αναγκάζει να σιωπήσουν, να κοιτάξουν να προφυλαχτούν με χοντρά πουλόβερ, με γάντια, να μην μπορούν να νιώσουν με την αφή, να μη μπορούν να σταθούν όρθιοι να αγαλλιάσουν μπροστά σε ανοιξιάτικα θαύματα και  καλοκαιρινές ελευθερίες,  γιατί ο άνεμος σκίζει τις τέντες, σφυρίζει με μανία το εμβατήριο της απόλυτης υποταγής, υπαγορεύει τους δικούς τους κανόνες και δε σηκώνει αντιρρήσεις.

Κάπως έτσι δε νιώθεις όταν σου παίρνουν απ τα χέρια τη μορφή που έπλαθες με πνοές στοργής; Μπορεί η μορφή αυτή να ήταν ατελής, πρωτόλεια, μπορεί να σε παίδεψε καθώς σχηματιζόταν, αλλιώς να τη φανταζόσουν και κάπως αλλιώς να ξεπηδούσε, έπειτα ξαφνικά. λες και άλλαζε γνώμη, να συμμορφωνόταν στο αρχικό σχέδιο, να σε αντάμειβε με στιγμιαία χαμόγελα ή να σου έστελνε μηνύματα επιβεβαίωσης. Όλο αυτό το πάρε-δώσε όμως, σε γέμιζε. Σε «πλήρωνε». Κατά το «πληρώ», όχι πληρώνω. Δεν πληρώνονται αυτά. Δε μετρώνται σε κάτι υλικό, χρήμα, δόξα και τα τοιαύτα. Προσφέρουν τη χαρά της καθημερινότητας που μετράει τις ώρες της με μικρές απολαύσεις, με βαθιές ανάσες επικοινωνίας. Αυτό που «πλάθεις» επικοινωνεί μαζί σου, έχει φωνή δική του, σε ευχαριστεί, ή σου θέτει ερωτήματα, σε αμφισβητεί συχνά-πυκνά, αλλά αναγνωρίζει…

Αναγνωρίζει το ενδιαφέρον σου και το χρόνο που δίνεις σα γονιός με αγκαλιά μεγάλη, σε αναγνωρίζει με τρόπο που στους άλλους, στους απ’ έξω, είναι ελάχιστα ορατός, σαν τη σχέση μάνας-παιδιού που ο ομφάλιος λώρος της δεν αποκόπτεται ποτέ πραγματικά, που κυλάει παντοτινά στο αίμα, κινεί τους μύες και τις σκέψεις αδιόρατα αλλά αποφασιστικά.

Αν το «πλάσμα» σου περάσει το χειμώνα της ακινησίας κρυμμένο καλά και τέλος –λέμε τώρα- το παραλάβει κάποιος άλλος (το «υιοθετήσει»;), κάποιος με παρόμοια αισθήματα και τάσεις … προστασίας, ίσως και να νιώσεις μια ανακούφιση. Αν ο διάδοχος στη θέση του «τροφού» είναι κάποιος που αναγνωρίζει, που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησες, με διάθεση προσφοράς, αν θέλει να μάθει, να ανταποκριθεί, δε θα νιώθεις τη γεύση της ματαιότητας σαν πικρό, στυφό σάλιο που θες να φτύσεις στα μούτρα μιας παγερής φύσης, ή μιας παγερής ανθρωπότητας…

Είναι συνήθως αυτή η μερίδα της ανθρωπότητας που σε κάνει να θες να φτύσεις ματαιώσεις, ακυρώσεις, διαστρεβλώσεις, να αποβάλεις νοητικά εκτρώματα και στάσιμα νερά ψυχικής ανυπαρξίας.
Είναι οι ανίδεοι, μισεροί και εξουσιομανείς φύλακες των κατεστημένων –ανάξιων- αξιών που σε κάνουν να θες να Φύγεις.. Μακριά από ξινισμένες αντιλήψεις, από κέντρα επιλογής αιώνια συμμορφούμενων «πολιτών», αρνητών της ελεύθερης γνώμης, της εντιμότητας, της δημιουργίας.
Δημιουργία μπορεί να είναι τα πάντα. Από το μίσχο στη γλάστρα που μεγαλώνει και ανθίζει και μοσχοβολά,  μέχρι τις νέες αντιλήψεις που  καταφέρουν να βλαστήσουν σε μια κοινωνία τρεμάμενη από εκφοβισμούς, διλήμματα, και αδιέξοδες προοπτικές.

Θέλω να αποβάλω από τον οργανισμό μου τις μνήμες της διάβρωσης και της ερήμωσης. Θέλω να βρεθώ σε μέρη πράσινα, οξυγονούχα, να χαζεύω με τις ώρες τη θάλασσα κάνοντας σκέψεις φτερωτές, σαν τα πετούμενα του ουρανού που δεν προσγειώνονται απότομα αν δεν το επιλέξουν.

2 σχόλια:

Κάβουρας είπε...

Αφού τα σηκώνει ο άνεμος, πα να πει τα απογειώνει...

Ανώνυμος είπε...

Και για τη Sylvia Plath τι έχεις να πείς;